εὐέλικτον

εὐέλικτον
εὐέλικτος
easily rolling
masc/fem acc sg
εὐέλικτος
easily rolling
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευέλικτος — η, ο (ΑΜ εὐέλικτος, ον) αυτός που ελίσσεται, που συστρέφεται εύκολα, ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος (α. «εὐέλικτον σῶμα», Πολύδ. β. [μτφ.] «εὐέλικτη πολιτική») νεοελλ. αυτός που κάνει εύκολα ελιγμούς, που κινείται εύκολα και γρήγορα («ευέλικτα στρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”